προσστέλλω

προσστέλλω
προσστέλλω,
A bring close to,

καρχησίῳ τὸ κέρας Luc.Am.6

:—[voice] Med., keep close to, τοῖς ὀρεινοῖς, of a general, Plu.Sull.19.
2 tuck in, τοὺς μηρούς prob. in Arist.IA713a22.
II [voice] Pass., to be tight-drawn, close tucked in, προσεσταλμένος, of an abscess which does not project, Hp.Prog.7;

προσστέλλεται τῷ χρωτὶ τὸ δέρμα Gal.18(2).599

; ἰσχία ἔνδοθεν προσεσταλμένα loins drawn or tucked up, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Poll.5.58
; κοιλία πλατεῖα καὶ π., ἰσχίον π., Arist.Phgn.807a34, 37; ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου . . προσεσταλμένη μᾶλλον lying closer to the skin, Id.HA630a25; αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις π. Luc.Am.14; αἰδοῖον, τιτθοὶ π., Gal.8.451,452;

φύλλα Dsc.4.88

; προστείλας (leg. προσστ-) τὰ ἄρθρα reducing swellings in the joints, Philagr. ap. Aët. 12.49.
2 metaph., to be orderly, modest,

ἐπιστήμη προσεσταλμένη καὶ κοσμία Pl.Grg.511d

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσστέλλω — ΜΑ (η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, η, ον α) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.) (αρχ) 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσσταλτικός — ή, όν, Α [προσστέλλω] αυτός που προκαλεί συστολή, ο συσταλτικός («προσσταλτικὰ τῶν ὄγκων φάρμακα», Αέτ.) …   Dictionary of Greek

  • πρόσσταλσις — άλσεως, ἡ, Α [προσστέλλω] συστολή («τῆς γαστρὸς πρόσσταλσίς», Παύλ. Αιγ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”